ἑτοιμοθανάτους

ἑτοιμοθανάτους
ἑτοιμοθάνατος
ready for death
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… …   Dictionary of Greek

  • ασφάδαστος — ἀσφάδαστος, ον (Α) [σφαδάζω] (κυρίως για ετοιμοθάνατους) αυτός που δεν έχει σπασμούς ή επιθανάτια αγωνία …   Dictionary of Greek

  • ευχέλαιο — Χριστιανικό μυστήριο, στο οποίο ο ιερέας αλείφει με λάδι τους ασθενείς και επικαλείται τη θεία χάρη για τη θεραπεία των σωματικών ή ψυχικών ασθενειών τους. Η Δυτ. Καθολική Εκκλησία, από τον 12o αι., δίνει το ε. μόνο στους ετοιμοθάνατους. Οι… …   Dictionary of Greek

  • παστοφόριον — και παστοφορεῑον, τὸ, ΜΑ [παστοφόρος] 1. συν. στον πληθ. τὰ παστοφόρια ή παστοφορεῑα πλάγια διαμερίσματα τών παλαιοχριστιανικών βασιλικών ή και τών βυζαντινών ναών αργότερα, τα οποία κατά κανόνα πλαισίωναν την αψίδα τού Ιερού Βήματος και τα οποία …   Dictionary of Greek

  • τερμίτες — (termites). Τάξη εντόμων, που χαρακτηρίζεται από τον τρόπο ζωής και από την αρκετά περίπλοκη κοινωνική οργάνωση. Ανήκει στην οικογένεια των τερμιτιδών. Οι τ. παρουσιάζουν αξιοσημείωτο πολυμορφισμό: γενικά κάθε γένος περιλαμβάνει γόνιμες τάξεις,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”